- περιπατητής
- marcheur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
περιπατητής — ο, ΝΜ και περπατητής, θηλ. περιπατήτρια, Ν [περιπατώ / περπατώ] αυτός που κάνει περίπατο για ξεκούραση και αναψυχή … Dictionary of Greek
περιπατητής — ο θηλ. περιπατήτρια αυτός που περπατεί, που κάνει περίπατο: Οι περιπατητές πάνω στο κατάστρωμα του δρόμου εμποδίζουν την κυκλοφορία των τροχοφόρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιπατητικός — ή, ό / περιπατητικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιπατητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περίπατο ή στον περιπατητή («περιπατητικὴ δύναμις», Αλέξ.) 2. αυτός που έχει τη συνήθεια να περπατά 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφική Σχολή τού… … Dictionary of Greek
περπατητής — ο, Ν βλ. περιπατητής … Dictionary of Greek
Νέιχοφ, Μαρτίνους — (Martinus Nijhοff, Χάγη 1894 – 1953). Ολλανδός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Άμστερνταμ, αφιερώθηκε όμως πολύ γρήγορα στη λογοτεχνία. Στον πρώτο τόμο ποιημάτων του Ο περιπατητής (De Wandelaar, 1916), αναζήτησε μια πρωτότυπη ποιητική γλώσσα, από … Dictionary of Greek
περάτης — περάτης, ο και περατής, ο 1. διαβάτης, περιπατητής, κοσμογυριστής: Είδατε, διαβάτες και περάτες, τη γυναίκα μου, την αγαπητικιά μου; (Παλαμάς). 2. ξύλινος μοχλός από τον ένα στον άλλο τοίχο που ασφαλίζει την πόρτα εσωτερικά, αλλιώς αμπάρα. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σουλατσαδόρος — ο (λ. ιταλ.) 1. περιπατητής. 2. μτφ., αυτός που κάνει διαρκώς βόλτες και παραμελεί την εργασία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)